Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το ηλιακό πλέγμα

  • 1 солнечный

    солнечный ηλιακός ◇ \солнечный удар η ηλίαση· \солнечныйое сплетение анат. το ηλιακό πλέγμα
    * * *
    ••

    со́лнечный уда́р — η ηλίαση

    со́лнечное сплете́ние — анат. το ηλιακό πλέγμα

    Русско-греческий словарь > солнечный

  • 2 солнечный

    επ.
    1. ηλιακός•

    -ая погода ηλιοφάνεια•

    -ая система ηλιακό σύστημα•

    солнечный свет ηλιακό φως•

    -ая энергия ηλιακή ενέργεια•

    -се затемнение έκλειψη του ήλιου•

    -ые ванны ηλιόλουτρο.

    2. ευήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοστά-λακτος, ηλιοφώτιστός•

    -ая комната ευήλιο δωμάτιο•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα.

    3. μτφ. εύ-χαρος, πρόσχαρος, ευφρόσυνος, άσμενος.
    εκφρ.
    солнечный удар – ηλίαση, ηλιοπληξία, σειρίαση•
    - ые часы – το ηλιακό ωρολόγι•
    - ое сплетение – το ηλιακό πλέγμα•
    - ая погода – καιρός αίθριος, με ηλιοφάνεια.

    Большой русско-греческий словарь > солнечный

  • 3 солнечный

    солнечн||ый
    прил
    1. ἡλιακός:
    \солнечный свет τό ἡλιακό φως· \солнечный спектр τό ἡλιακό φάσμα· \солнечныйые лучи́ οἱ ἡλιακές ἀκτίνες· \солнечныйое затмение ἡ ἔκλειψις (τοῦ) ἡλίου·
    2. (наполненный светом солнца) εὐήλιος, προσήλιος, ήλιοφώτιστος:
    \солнечный день ἡ ἡλιόλουστη μέρα, ἡ λιακάδα· \солнечныйая комната τό εὐήλιο δωμάτιο·
    3. перен (радужный) λαμπρός, χαρούμενος, λιόχαρος· ◊ \солнечный удар ἡ ἡλίαση [-ις], ἡ σειρίαση, ἡ ἡλιο-πληξία· \солнечныйые ванны τά ήλιόλουτρα· \солнечныйые часы τό ἡλιακό ὠρολόγιο, ἡ μεριδιάνα· \солнечныйое сплетение анат· τό ήλιακό[ν] πλέγμα.

    Русско-новогреческий словарь > солнечный

  • 4 сплетение

    1. (соединение, части которого сплетены, переплетены друг с другом) η συνάρθρωση, η σύμπλεξη, το σύμπλεγμα 2. анат. το πλέγμα
    солнечное - ηλιακό -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сплетение

См. также в других словарях:

  • ηλιακό πλέγμα — (Ιατρ.). Μεγάλο δίκτυο νεύρων που βρίσκονται πίσω από το στομάχι …   Dictionary of Greek

  • πλέγμα — Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών. Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • νευροφυτικό σύστημα — Σχηματίζεται από δύο βασικά συστήματα: το συμπαθητικό και το παρασυμπαθητικό· έργο του είναι να ρυθμίζει τη δραστηριότητα των ζωικών λειτουργιών του οργανισμού. Από πολλούς επιστήμονες θεωρείται αυτόνομο νευρικό σύστημα, γιατί στην άσκηση της… …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • Μαλέας, Κωνσταντίνος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – Αθήνα 1928). Ζωγράφος και αρχιτέκτονας, ένας από τους πρωτοπόρους της ζωγραφικής της υπαίθρου στην Ελλάδα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Αθήνα και ζωγραφική στο Παρίσι, με καθηγητή τον Ανρί Μαρτέν. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»